πιασσάβα

πιασσάβα
η, Ν
κλωστική ίνα που λαμβάνεται με κατεργασία τών φύλλων διαφόρων φοινίκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. piassava < πορτογαλ. piαssαbα < piαcαbα, λ. τής γλώσσας τών Tupi, λαού τής Βραζιλίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”